- έψω
- ἕψω (Α)1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση3. παθ. ἕψομαι(για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό4. χωνεύω, πέπτω5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι» — γιατί κάποιος βρισκόμενος σε αφάνεια να παρασκευάζει άδοξα γερατειά, Πίνδ.)6. (το μέσ. στη φρ.) «ἑψήσασθαι κόμην» — να βάφει τα μαλλιά7. φρ. α) «ἕψω χύτραν» — βάζω τη χύτρα στη φωτιάβ) παροιμ. φρ. «λίθον ἕψω» — κοπιάζω ανωφελώς, κοπανίζω αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρμ. ep'em «μαγειρεύω». Για το αρμ. p' έχει υποτεθεί IE *ps, αν και θα ήταν προτιμότερη η αναγωγή σε ΙΕ ρίζα *seph-, η οποία στην Ελληνική εμφανίζεται παρεκτεταμένη με -s. ΠΑΡ.: αρχ. εφθός, εψαλέος, εψανός, έψημα, εψητής, εψητικόςαρχ.-μσν.εψητός].
Dictionary of Greek. 2013.